- βιβᾶσα
- βίβημιto stridepres part act fem nom/voc sg (epic)βιβάωstridepres part act fem nom/voc sg (doric)βιβάζωcause to mountfut part act fem nom/voc sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποβιβάζω — βίβασα, βιβάστηκα, βιβασμένος (για επιβάτες και εμπορεύματα), ξεμπαρκάρω: Το πλοίο θα αποβιβάσει οχτακόσιους επιβάτες και πεντακόσιους τόνους εμπορεύματα. Το μέσ., αποβιβάζομαι βγαίνω από το πλοίο στη στεριά: Οι επιβάτες βράδυναν να αποβιβαστούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβάσας — βιβά̱σᾱς , βίβημι to stride pres part act fem acc pl (epic) βιβά̱σᾱς , βίβημι to stride pres part act fem gen sg (epic doric aeolic) βιβά̱σᾱς , βιβάω stride pres part act fem acc pl (doric) βιβά̱σᾱς , βιβάω stride pres part act fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)